- γεργέριμος
- γεργέριμος, η (Α)(ενν. ἐλαία)ελιά ώριμη, έτοιμη να πέσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολος παραμένει ο συσχετισμός τής λ. με το γέρων καθώς και με το αρχ. ινδ. jarjara- «εύθραυστος, αυτός που απειλεί καταστροφή». Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gargerīm «ώριμες ελιές»)].
Dictionary of Greek. 2013.